παλουκοκαύτης

παλουκοκαύτης
ο
(για τον μήνα Μάρτιο) αυτός που, λόγω τού ξαφνικού κρύου, αναγκάζει τον κόσμο να καίει ακόμη και τα παλούκια επειδή έχουν εξαντληθεί κατά τον χειμώνα τα αποθέματα καυσίμων («Μάρτης γδάρτης και κακός παλουκοκαύτης»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παλούκι + καύτης (< καίω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • παλουκοκαύτης — ο αυτός που καίει τα παλούκια· λέγεται για το μήνα Μάρτη που με τα ξαφνικά κρύα του αναγκάζει τους αγρότες να κάψουν και τα παλούκια ακόμη από τους φράχτες τους: Μάρτης, γδάρτης και παλουκοκαύτης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Μάρτιος — Ο τρίτος μήνας του έτους, με 31 ημέρες, στο Ιουλιανό και αργότερα στο Γρηγοριανό ημερολόγιο. Στο ρωμαϊκό ημερολόγιο ο Μ. αποτελούσε τον πρώτο μήνα του έτους και ήταν αφιερωμένος στον θεό Άρη, από το λατινικό όνομα του οποίου (Mars) απέκτησε ο… …   Dictionary of Greek

  • γδάρτης — ο 1. αυτός που αφαιρεί το δέρμα από σφαγμένα ζώα. 2. μτφ., αυτός που εξαντλεί οικονομικά κάποιον. 3. παροιμ. φρ., «Μάρτης γδάρτης και κακός παλουκοκαύτης» …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”